22-1-2005

 

να ένα μήλο

 

 

 

 

Those texts are included in the December 2004 issue of the literary magazine να ένα μήλο, 153 pp. ISSN 1109-6276, edited by Laurie Keza. People interested can contact na_ena_milo@yahoo.gr or write to P.O. Box 31749, 10035, Athens Greece.

 

 

 

Τρία φυγόκεντρα ποιήματα του Βασίλη Αμανατίδη

"Η Αλίκη στη χώρα των σωμάτων" της Αργυρώς Μαντόγλου

 

 

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ

  

ΤΡΙΑ ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

  

 

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ

  

Ξαφνικά: Τον Ιούνιο, παθαίν_ αμνησία

(και δε θυμάμ_ _ ποιος είμ_ _.)

Όλοι μ_ _ λένε «Θυμάσαι

τι είναι οι εποχές;»

Τους λέ_ «Όχι, λυπάμ_ _».

 

Πλησιάζει κάποιος, μ_ _ λέει                                                        

«Καλοκαίρι είναι τώρα».

Λέ_ «Α, καλοκαίρι. Ωραία, πολύ καλά.»

(Τάχα θυμήθηκα λίγο.) Μα σε λίγο ρωτά_

«Τι έρχεται όμως μετά;»

 

Περνάει κάτι σαν καιρός.

 

Σεπτέμβρης.

Η κυρία στο σπίτι

γυρνά και μ_ _ λέει

«Φθινόπωρο τώρα». Λέω «Φθινόπωρο, ναι».

(Κάνω πως θυμάμαι αρκετά.)

Και: «Ωραία, δε λέω. Αλλά μετά;»

 

Περνάει κάτι σαν καιρός.

 

Δεκέμβρης.

Κάποιου του ’ρθε και λέει

«Τώρα ήρθε ο χειμώνας».

Λέω «Βέβαια, χειμώνας».

(Γιατί κάνω ότι θυμάμαι πολλά.)

Μα και μετά, και μετά;

 

Περνάει κάτι σαν καιρός.

 

Μάρτιος.

Πάω σε έναν, μου λέει «Είδες όμως;

Τώρα έχουμε κι άνοιξη».

Του λέω «Άνοιξη, άνοιξη».

(Τάχα ότι θυμάμαι πια.) Κι ύστερα:

«Εντάξει μ’ αυτό. Αλλά μετά;»

 

Περνάει κάτι σαν καιρός.

 

Ιούνιος και πάλι.

Έρχονται όλοι, μου λένε

«Πέρασε κιόλας ο χρόνος.

Ευτυχώς πια θυμάσαι ποιος είσαι,

και ξέρεις πού πατάς.

 

Μα ένας κύκλος είναι όλα. Μην περιμένεις

μεγάλη ποικιλία».

Τους λέω:

«Δηλαδή τώρα

θα ξαναπάθ_ αμνησία;»

 

Πέρασε κάτι σαν καιρός

 

 

Ο ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΟΣ

  

«Τι μου δείχνεις φωτογραφίες σου;»,

μου είπες. «Οι τυφλοί είναι αναλφάβητοι στο φως. Μα θέλω

να ξέρω πώς ήσουν μικρός. Για να τραγουδάμε μαζί...

Βρες τρόπο. Κάνε μου δώρο αυτή τη γνώση».

 

(Πήγα στους γονείς μου.

Ζήτησα τον εαυτό μου παιδί, σου τον

τύλιξα

πακέτο για δώρο.)

 

Φέρνω το πακέτο,

βγάζεις ένα σπίρτο,

το άναψες κι έβαλες

στο δώρο μου φωτιά.

 

(Ύστερα ακουμπούσες

με τις άκρες των δαχτύλων σου τις στάχτες.

Διάβαζες τα αποκαΐδια σε

σύστημα Μπράιγ.

 

«Ωραία. Σε ξέρω τώρα», είπες.

«Μα τώρα με ξέρεις και εσύ: έκαψα τον εαυτό σου παιδί,

για να μην είσαι πια αναλφάβητος στο σκοτάδι.

Να τραγουδούμε μαζί το ίδιο τραγούδι».

 

(«Ναι, μα ξεχνάω πώς με λένε», είπα.

«Ποιο είναι τ’ όνομά μου;

Τι κάνω εδώ;

Ποιος είσαι;», είπα

 

Τραγουδιστά.)

  

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΑΠΑΥΓΑΖΕΙ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ

  

...ωσότου

και ωσότου

Και θα δεν θα Και να να μην

 

Μα εβδομηνταέξι είναι τώρα,

Και τελευταία τουλάχιστον δεν έχει πια

κανένα πρόβλημα φωτοχυσίας,

Μόνο που εξακολουθεί να έχει πάντα ευαίσθητο ύπνο,

Τη μέρα του όλη, πάντως, προσευχή,

και λέει κι ένα μικρό τραγούδι παιδικό του,

και μεσημεριανό μετά, λιτό, με ακριδούλες,

Κι ύστερα αμέσως βόλτα προς τη γύρω φύση ως τη λιμνούλα,

όπου καθ’ οδόν συνομιλία με τον εαυτό του,

 

(Γιατί ο Θεός είναι καλός είναι Θεός είναι καλός,

Τον είδα εχθές πάλι εδώ, μου είπε Εντάξει πας, αγιώνεσαι, αλλά

μία των ημερών πρέπει πρώτα να πεθάνεις, 

Κι εγώ του λέω Ευτυχώς,

όμως μ’ αρέσει τόσο κι η ζωή

που φοβάμαι μην ξεχάσω να πεθάνω,

και είπε εκείνος τότε μη φοβάσαι, δε θα ξεχάσω εγώ, πορεύσου τώρα),

 

Όταν γυρίζει σπίτι βράδυ,

πια δεν ανάβει το φανάρι,

τελευταία το κεφάλι του φωτίζει κάθε μέρα πιο πολύ,

με είκοσι βατ προχθές, εχθές σαράντα, απόψε τι;

Επετεύχθη, λέει, ο σκοπός του (ό,τι επιθύμησα ήταν φως, ορίστε να το),

μόνο που σήμερα δεν ξέρει πια αν πρέπει τόσο να χαρεί

–είχε πάντα του ευαίσθητο ύπνο,

και το φως απ’ το κεφάλι του τον ενοχλεί λιγάκι τώρα

που έπεσε να κοιμηθεί,

 

ωσότου μες στον ύπνο Του φωτοχυσία διακόσια βατ,

και στο δωμάτιό του απλώνεται μονίμως η ημέρα,

και πού ’ν’ ο διακόπτης;, να τος, κλικ, γιατί δε σβήνει;

 

και ωσότου θα δεν θα και να να μην

Και ωσότου

Και ωσότου...

 

 

 

 

Η Αλίκη στη χώρα των σωμάτων

 

Ιστορια της Αργυρώς Μαντόγλου

 

 

«Είμαι κουρασμένος» της είπε, «πάω να ξαπλώσω». Ήπιε την τελευταία γουλιά απ’ το ουίσκι του, τεντώθηκε, χασμουρήθηκε, ξανατεντώθηκε, σηκώθηκε από τον καναπέ, έβγαλε τα παπούτσια, τ’ άφησε σε μια γωνιά και άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του. 

  «Πού είπες πως πας;» τινάχτηκε έκπληκτη η Αλίκη, καθώς λόγω των τριών ουίσκι που είχε καταναλώσει, είχαν προσωρινά αδρανοποιηθεί τα αντανακλαστικά της και δεν είχε ακριβώς καταλάβει πως έφθασαν μέχρι εκεί, δεν είχε καταλάβει το λόγο που βρέθηκε, που μάλλον έφερε τον εαυτό της σ’ αυτή την ασύλληπτη θέση.

  Βυθισμένη στην πολυθρόνα της τον είδε να κατευθύνεται προς το δωμάτιό της, έτοιμος να απλωθεί στη διαπιστευμένη θέση του στο κρεβάτι της, σαν αυτή να του ανήκε δικαιωματικά και δια του νόμου. Του δικού του νόμου. Έσφιξε τα γόνατά της με τα χέρια και κοίταξε γύρω της: όλα είχαν αλλάξει, όλα τα αντικείμενα σαν να τη χλεύαζαν από τη στιγμή που ο αποστάτης πάτησε ξανά το πόδι του στο σπίτι της. Είχαν χωρίσει. Σωστό. Είχαν χωρίσει πριν έναν ολόκληρο χρόνο. Είχαν μεσολαβήσει δώδεκα ολόκληροι μήνες. Είχαν μεσολαβήσει μέρες πόνου, ασάφειας, στήσιμο εαυτού, ξεστήσιμο εαυτού, παλινδρομήσεις και ανακυκλώσεις, επιδιορθώσεις εσωτερικές και εξωτερικές, μια ολόκληρη στρατηγική επανασυγκόλλησης είχε επιστρατευτεί. Και, ναι, τους είχε ξεπεράσει. Και τους δυο. Αυτόν και αυτήν: Τον αποστάτη και τον πρώην εαυτό της. Τον ερωτευμένο εαυτό της. Είχε βγει από αυτό. Είχε προχωρήσει. Αλλά, όπως φαίνεται, ή όπως θα φανεί, δεν είχε πάει κάπου. Αυτή το προκάλεσε όλο αυτό. Τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει ξανά να της στέλνει μηνύματα. Να της τηλεφωνεί. Δεν απαντούσε. Ούτε στα μεν ούτε στα δε. Ναι, έπαιρνε μια μικρή ικανοποίηση. Αλλά ως εκεί. Ήταν πεισμένη κι έτσι παραμένει πως αυτό είχε τελειώσει. Και ξαφνικά το απόγευμα, μόλις γύρισε από το γυμναστήριο, χωρίς να το θέλει, χωρίς να ελέγχει τις κινήσεις της, χωρίς να θέλει κάτι, εκείνη – έτσι ανεξήγητα- του ζήτησε να βγουν. Και ήρθε στο σπίτι της να την πάρει. Για ποτό. Αλλά ανέβηκε πάνω. Και έπεσε στην αγκαλιά της. Και την κοίταξε τρυφερά. Και η Αλίκη κάρφωσε το βλέμμα της στο χαλί. Και της χάιδεψε τα μαλλιά. Και της είπε ξανά εκείνα τα λόγια τα αποπλανητικά. Και ταράχτηκε. Και τεντώνοντας τα χέρια της μπροστά, στον αέρα, σαν να μην πάλευε μόνο μαζί του αλλά και με κάτι άλλο, κάτι αόρατο, αρνήθηκε. Τεντώνοντας μπροστά τα γυμνασμένα της μπράτσα, -σήμερα είχε εκτελέσει πλήθος ραχιαίων, αμέτρητα πους απς, αναρίθμητους δικέφαλους και τρικέφαλους, η φυσική της κατάσταση ήταν σε πλήρη ετοιμότητα, αλίμονο αν δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αυτόν τον αφύσικα ξεροκέφαλο άντρα, που επέμενε να της υπενθυμίζει τις ξεπερασμένες πια αδυναμίες της-, είπε δυνατά και αποφασιστικά «τέρμα, αυτό ήταν μια σύντομη επίσκεψη στο παρελθόν. Για λίγο» και μάζεψε ξανά τα χέρια πάνω στα γόνατα της. «Τέρμα», είπε και σώπασε.

  Και τώρα τον άκουγε να γδύνεται στο δωμάτιο της. Ν’ ανάβει τα κεράκια και να την περιμένει. Ποια θα πάει; Αυτή είχε αποκτήσει απόλυτο Body Control. Ποια θα πάει; Αυτή τον κάλεσε. Δεν το ήξερε αυτό; Δεν ήξερε ότι θα συμβεί αυτό; Το ήξερε. Αλλά ήθελε να σιγουρευτεί πως είχε αλλάξει. Πως είναι διαφορετική. Δεν είναι. Εκείνος βρίσκεται ήδη κάτω απ’ τα  σκεπάσματα.

 

  «Ζεσταίνω το κρεβάτι για σένα», είπε και μετακινήθηκε αργά προς την  πλευρά του.

  Η Αλίκη κούνησε το κεφάλι. Καλύτερα να μη μιλήσει. Είχε εξαντληθεί. Οι κοιλιακοί και οι σκέψεις της την είχαν εξαντλήσει. Μπήκε κάτω από τα σκεπάσματα και τραβήχτηκε μακριά του. Στην άλλη άκρη. Τα μάτια της διασταλμένα στο φως των κεριών. Τα βλέφαρα της ακίνητα σαν τα είχαν κολλήσει με κόλα. Τα χέρια της παγωμένα στο πλάι. Κολλημένα πάνω στο δικό της σώμα σαν να ήθελε να τα απορροφήσει μέσα της: Δεν ήθελε να τον αγγίξει.

  «Έχω αλλάξει», υπενθύμισε στον εαυτό της, «Αυτός είναι ο θρίαμβος μου. Δεν είναι το ίδιο. Δεν νιώθω το ίδιο. Είμαι με έναν ξένο. Είμαι στο κρεβάτι μου με έναν ξένο. Θα το ζήσω κι αυτό. Ας το ζήσω».

Τις τελευταίες μέρες η Αλίκη ξαναδιάβαζε την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» και θαύμαζε τη συνονόματή της που κατόρθωνε να μεταμορφώνεται. Σε κάθε της μεταμόρφωση πρόβαλλε και ο  αντίστοιχος κόσμος, ανάλογος του ύψους και των διαστάσεών της. Αυτό ήθελε τώρα και η σύγχρονη Αλίκη: να συγχρονιστεί με την αλλαγή της. Να χειριστεί δυναμικά αυτό το αλισβερίσι, αυτή τη σχέση, αυτόν τον έρωτα- δεν ήξερε πώς να το πει.

 

   «Ο καλύτερος τρόπος για να το εξηγήσεις είναι να το κάνεις», είχε πει η μυθιστορηματική Αλίκη και η σύγχρονη το συγκράτησε, το  επεξεργάστηκε και πέρασε στην εφαρμογή, κι έτσι βρέθηκε, για άλλη μια φορά, στη δίνη της πραγματικότητας. Βρέθηκε στο κρεβάτι μαζί του (αυτή είναι μια πρόχειρη δικαιολογία που σκαρφίστηκε καθώς τον άκουγε να αναδεύεται και να την πλησιάζει).

   «Έλα πιο κοντά», της είπε

  Στράφηκε. Τα μάτια του στο φως των κεριών άστραφταν και έπαιρναν εκείνο το μπλε που είχε περάσει και στα όνειρά της. Ένας μυς στη γωνιά του δεξιού του ματιού συσπάστηκε. «Αχ, όχι, δεν θα μπω ξανά στην επικράτειά του», είπε μέσα της και τύλιξε με τα χέρια της σφιχτά το σώμα της. Αύριο θα αυξήσει τον αριθμό των κοιλιακών, ξεφεύγει λίγο στο πλάι.  

  «Μου έλειψες, Αλίκη».

  Λέξη δεν είπε. Δεν θα άφηνε τον εαυτό της. Δεν είχε εαυτό για να της λείψει. Είχε κόψει κάθε δεσμό με την επιθυμία, με την τρυφερότητα, ακόμα και με τον πόθο. Είχε κόψει.

  Τώρα τα χέρια του αργά ήθελαν να την επαναφέρουν πίσω, πίσω στον κόσμο των ζωντανών. Τα χέρια του ήθελαν να την επαναφέρουν στον εαυτό της. Τη χάιδευε απαλά, τρυφερά, τα χέρια του στο σώμα της μαλακά σαν θα ήθελε να την καλοπιάσει, να την κατευνάσει αυτός ο δήμιος που την τραυμάτισε και την έριξε κάτω από τη γη και τώρα ήθελε να την επαναφέρει στον πάνω κόσμο, στον κόσμο των σωμάτων.

  Άκουγε το τικ τακ της καρδιάς της κι άρχισε να αναπνέει ρυθμικά. Να μετράει κάθε εισπνοή κάθε εκπνοή της. «Όχι δεν θα μπω ξανά στην επικράτειά του» επανέλαβε μέσα της σαν ξόρκι για να προστατευθεί.  

 

  Όμως μπήκε. Και το σώμα που πέρα από τη δική του βούληση έχει και τη δική του μνήμη, την αντέκρουσε. Βρέθηκε να τον αγγίζει, διστακτικά στην αρχή, απαιτητικά στη συνέχεια, σαν να είχε κάθε δικαίωμα να το κατασπαράξει, σαν να ήταν αυτό υπεύθυνο για τον πόνο που της είχε δώσει.

 

  Το σώμα δεν λέει ποτέ ψέματα, αλλά δεν ήξερε ποια γλώσσα μιλούσε το δικό της. Αυτό που ένιωθε ήταν πόθος, οργή ή πόνος; 

 

  Πόνος, ναι την είχε πονέσει. Την είχε πονέσει όταν κατάλαβε πως αυτός δεν ήταν ο άντρας που είχε αρχικά αγαπήσει, πως ήταν και κάτι άλλο, κάτι το τερατώδες. Τερατώδες γιατί εκείνη δεν μπορούσε να το συλλάβει. Όπως δεν μπορούμε να συλλάβουμε τον κόσμο των ζώων, των  διανοητικά καθυστερημένων, των τυφλών ακόμα και των φυλακισμένων, έτσι κι εκείνη, παρά τις προσπάθειές της, δεν άντεχε, δεν ήταν ικανή να καταλάβει πως αυτός που την αγαπούσε τόσο, έστω και με το σώμα του, το έδινε και σε άλλες γυναίκες. Όμως το δικό της σώμα, παρά την αντίσταση που ασκούσε κάθε μόριο γνώσης που είχε συγκεντρώσει στα τριάντα τρία της χρόνια, πλάι σ’ αυτόν έβρισκε τη θέση του. Το ζεύγος άντρα γυναίκα συγχρονιζόταν σ’ ένα δικό του ανεξάρτητο ρυθμό, κι αυτή έπαυε πλέον να είναι η αυθύπαρκτη, η αυτόνομη, η αυτόβουλη Αλίκη και γινόταν το μισό αυτού του ζευγαριού. Και αγκάλιαζε, πίεζε, ρουφούσε, πίεζε ξανά, δάγκωνε, γευόταν και ταυτόχρονα αφόδευε κάθε σκέψη, κάθε σκέψη την εκσφενδόνιζε μακριά για να χαρεί, για να απολαύσει. 

  Γιατί αυτό που ένιωθε ήταν απαγορευμένο. Κι όσο πιο απαγορευμένο τόσο πιο γοητευτικό. Και ήταν απαγορευμένο γιατί είχε γίνει η ίδια η λογοκριτής της ηδονής της, -γιατί αυτό που ονομάζουν Λογική, αυτό που συγκροτούσε και συντηρούσε την ταυτότητά της-δεν τον αποδεχόταν. Όχι, ούτε τη σκέψη του, ούτε τη ζωή του, ούτε τις απόψεις του, ούτε τη συμπεριφορά του.

 Αυτός ο ίδιος άντρας, όμως, υπότασσε την Αλίκη. Κυριολεκτικά. Την υπότασσε ο τρόπος που περπατούσε, η σιγουριά που διάλεγε το φαγητό στο εστιατόριο, η βεβαιότητα του για το τι ήθελε και που όταν το ήθελε δεν μπορούσε με τίποτα να το στερηθεί. Ο ενθουσιασμός του την παρέσυρε, την ανακούφιζε. Μαζί του ξεχνιόταν. Αν είχε παιδιά μπορεί να μην το χρειαζόταν, ίσως να έβαλε αυτόν τον άνθρωπο στη ζωή της για να απαλλαγεί από τον εαυτό της. Άλλοι παίρνουν ναρκωτικά, πρέζα, άλλοι κυνηγάνε την εξουσία, άλλοι τα λεφτά, η Αλίκη ζήλευε τη χαμένη παιδικότητα, την πλήρη ανευθυνότητα, τη χαρά να μην υπάρχει υποχρέωση να απολογηθείς, να είσαι ικανοποιημένος με αυτό που είσαι και να είσαι σίγουρος πως αυτό που είσαι είναι τόσο αγαπητό που δικαιούσαι ν’ απλώσεις το χέρι σου και να αρπάξεις ό, τι γουστάρεις. Και αυτό το χέρι τώρα τη γράπωνε. Επέτρεπε σ’ αυτό το χέρι να τη γραπώνει. «Χριστέ μου! Αλίκη, σύνελθε!» είπε μέσα της,  «πώς αφήνεις να σου συμβαίνει τέτοιο πράγμα! Να σταματάνε όλα και να ξαναρχίζουν πάλι!»  Όμως το επέτρεψε. Γιατί ήθελε να τη γραπώσουν, ήθελε να τη χρειαστούν, να την πονέσουν για τον πόνο που προκάλεσε, ήθελε να θέλουν αυτή την ίδια, την Αλίκη, και μόνο αυτός ο πρωτόλειος, ο ανεπεξέργαστος, ο ακατέργαστος, μόνο αυτός τα εκδήλωνε αυτά τα πράγματα, κανένας άλλος και μόνο αυτός ανάσταινε την επιθυμία της -και πόσων άλλων άραγε γυναικών;- με τη δική του κατεπείγουσα επιθυμία. 

 

  Προς στιγμή είχε αναστήσει τη δική της επιθυμία και κοίταζε έκπληκτη γύρω της, σαν να ήταν η σκηνή κλεμμένη από όνειρο, κοίταζε έκπληκτη το κορμί της να συμφιλιώνεται, να  γέρνει πάνω του, να ακουμπάει το κεφάλι της στο λαιμό του.  

  «Πόσο μου έχεις λείψει» της ψιθύρισε, κι άκουσε τον εαυτό της να αναστενάζει και να ακολουθεί ένα «κι εμένα» και ήταν σαν να μιλούσε μια ξένη γυναίκα. Και απόρησε γιατί ενώ δεν της είχε λείψει, τον είχε ξεχάσει, είχε απομακρυνθεί, γιατί ένιωθε αυτή τη στιγμή που ο ιδρώτας κυλούσε στην πλάτη της, πως ναι, όχι μόνο της είχε λείψει, αλλά πως είχε ξεχάσει πως είναι να είσαι άνθρωπος. «Μακριά του δεν λειώνω, παγώνω», σκέφτηκε αλλά  τίναξε το κεφάλι για ν’ απομακρύνει ταχύτατα αυτή τη σκέψη. 

 

  «Ασφαλές σεξ» είπε μέσα της, «εξάλλου δεν είναι παρά ένας πρώην». Ασφαλές σεξ: το πιο οξύμωρο σχήμα. Και ο πρώην βασανιστής εύκολα γίνεται νυν κατακτητής αν του το επιτρέψεις, αν έστω και εκ παραδρομής τον βάλεις στο κρεβάτι σου.

 Το σώμα, το σώμα φταίει, τόση δουλειά, τόσος αγώνας κι ένα χάδι, ένα απλό άγγιγμα αρκεί για να ξεχαστούν όλα.. Το σώμα φταίει. Το σώμα δεν λέει ποτέ ψέματα, σκέφτηκε αλλά δεν ήξερε πλέον ποια γλώσσα μιλούσε το δικό της.  Στο στόμα της η γεύση πικρή.

  «Θέλεις κάτι γλυκό;»  τον ρώτησε, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει.

  «Έχεις παγωτό;» μούγκρισε

  Ναι βέβαια «παγωτό», «πάντα παγωτό». Αυτό συνήθιζαν να τρώνε μετά τον έρωτα. Του άρεσε πάντα κάτι κρύο, κάτι παγωμένο μετά τα καυτά κύματα, μετά τις εκρήξεις και τις σωματικές εκκρίσεις.

Πήδημα, πάλη, πέταγμα και παγωτό. «Λειώνω και παγώνω». Μια σειρά από ψυχικές και σωματικές ασκήσεις. Μετά την άθληση η κάθαρση. Το ντους. Μετά τις οδυνηρές εναλλαγές της ψυχικής της θερμοκρασίας, μετά τις καταδυναστευτικές ασκήσεις που τής υπέβαλλε αυτός ο άντρας,- νηνεμία/ ταραχή, προδοσία/υποταγή, παρουσία/απουσία, σώμα/ λογική, το ένα να διαδέχεται το άλλο ακατάπαυστα, μηνύματα που ο οργανισμός της δεν άντεχε να απορροφήσει και σάστιζε, και πότε ανέβαζε πυρετό και πότε πάγωνε, πότε τον λάτρευε και πότε τον μισούσε, πότε του αράδιαζε γλυκόλογα και πότε τις πλέον ευφάνταστες βρισιές, έτσι ώστε μόλις χώρισαν ο κόσμος πρόβαλλε άδειος αλλά ακίνδυνος. Όταν έλειπε αυτός από τον κόσμο τα πράγματα αποκτούσαν τα φυσικά τους μεγέθη. Μόλις βγήκε απ’ τη ζωή της, τριγύριζε στους δρόμους φορτωμένη με μεγάλες τσάντες, με καινούργια ρούχα και καινούργια στολή, λες και προετοιμαζόταν να περάσει από οντισιόν για το ρόλο του κανονικού ανθρώπου. Τους πρώτους μήνες κοίταζε πάντα χαμηλά και οι διαχωριστικές γραμμές από τις πλάκες στα πεζοδρόμια είχαν σβήσει. Η Αλίκη δεν ήξερε που να πατήσει. Χάθηκαν τα όρια και έπρεπε μόνη της να τα ξαναβάλει στη θέση τους. Και είχε αρχίσει από το σώμα... 

  Η Αλίκη τώρα δεν κινδύνευε. Οι άνθρωποι της χαμογελούσαν γιατί είχε σηκώσει πάλι το κεφάλι ψηλά και είχε αποβάλλει εκείνη την αλλόκοτη έκφραση της πνιγμένης. Απόψε, όμως, κατάλαβε που είχε το άντρο του ο κίνδυνος, δεν ήταν ο άντρας, ήταν η ίδια, αυτή τον περιείχε, μέσα της παραμόνευε το κακό: όλοι θέλουμε κάποιον να μας επιβληθεί και όταν δεν υπάρχει πραγματικά τον επινοούμε, παραχωρούμε δύναμη σε κάποιον αφελή που δεν έχει διαγνώσει τα αληθινά μας κίνητρα και  μας υποτιμάει για την αδυναμία μας, αυτός έχει τη δύναμη να μας γονατίσει, να μας ταπεινώσει μπροστά στον εαυτό μας, κι αυτό μας γοητεύει. Είναι σαν να καλπάζει μέσα μας ένα άγριο άλογο και μιας και υπάρχει έλλειψη από ικανό καβαλάρη, παραχωρούμε τα χαλινάρια στον πρώτο ερασιτέχνη, υποτασσόμαστε ακόμα και σ’ έναν αόρατο, αρκεί το άλογο να δαμαστεί και να μην ξεσχίσει την εύθραυστη μέσα μας χώρα. Ίσως να οφείλεται σε κάποια ανάγκη μας για το ιερό, σε μια υποβόσκουσα  θρησκευτικότητα. Κάποτε οι γυναίκες λάτρευαν τον Ιησού, πονούσαν, γονάτιζαν, νήστευαν, θυσίαζαν σ’ αυτόν, όλη η υπαρξιακή τους αγωνία, η ανάγκη τους για ταπείνωση στρεφόταν στο θείο και ησύχαζαν. Η λατρεία για το Θεό έχει εκπέσει στην εποχή μας και έχει υποκατασταθεί από την λατρεία για κάθε τυχαίο υπερόπτη. 

 «Παγωτό;» του επανέλαβε,

 «Για να σε δω» της είπε καθώς έκανε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, «εσύ έχεις φτιάξει» της είπε καρφώνοντας το βλέμμα στους κοιλιακούς της. «Γυμνάζεσαι;» Έγνεψε ένα «ναι» με το κεφάλι και πήγε να φύγει. «Για έλα εδώ» της φώναξε και την έριξε ξανά στο κρεβάτι, «το στήθος σου στρογγύλεψε, το κωλαράκι σηκώθηκε, το πόδια έσφιξαν, είσαι κούκλα!»

    «Μμμμ», η Αλίκη υιοθέτησε αυτόματα τη γλώσσα της Barbie.

 

  Κάθε απόγευμα πήγαινε στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο  σωφρονιστήριο των σωματικών προεξοχών. Στο αναμορφωτήριο των μελών. Πάντα ένιωθε άβολα όταν διέσχιζε τη γυάλινη πόρτα και ανακούφιση όταν έφευγε. Όμως πήγαινε. Ανελλιπώς. Από τη μέρα που χώρισαν. Πήγαινε στο σωφρονιστήριο, εκεί όπου τα λίπη υποτάσσονται, οι μύες καίγονται, τα απειθάρχητα  εξογκώματα συνθλίβονται– στο βωμό της συμμετρίας και της ομοιομορφίας κάθε πόνος δεκτός, κάθε δοκιμασία καλοδεχούμενη. 

  Δεν ήξερε ακριβώς γιατί πήγαινε όμως πήγαινε. Το σώμα έχει τη δική του γλώσσα και, όπως έχουμε ξαναπεί, η Αλίκη δεν μπορούσε να την ερμηνεύσει. Το σώμα της ήθελε τον πόνο, την πειθαρχία, τη συγκέντρωση. Κάποτε οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν για να συζητήσουν, για να διαμαρτυρηθούν, για να συνωμοτήσουν, για να συμμαχήσουν ακόμα και για να ερωτευθούν, μετέφεραν το κορμί τους, το εξέθεταν, το στόλιζαν, το έντυναν, το σώμα ήταν σύμμαχός τους και υπηρετούσε τους στόχους τους, έτσι ήταν κάποτε...τώρα το κορμί μεταφέρεται σε αίθουσες με καθρέφτες για να δει τον εαυτό του να  καταπονείται, να συμμορφώνεται. Το κορμί σηκώνει βάρη. Μετά μουσικής. Κάποτε τα βάρη ήταν κάτι από το οποίο λαχταρούσες να απαλλαγείς, τώρα είναι κάτι που πρέπει να μάθεις να σηκώνεις, προκειμένου αύριο να φορτωθείς περισσότερα και  οι χαλαρωμένοι μύες των χεριών να σφίξουν, να πυρακτωθούν, να καούν τα λίπη, οι κοιλιακοί να γραμμωθούν και οι κολιακοί να αναρτηθούν, ώστε ο καθρέφτης -(κάπου είχε διαβάσει πως οι καθρέφτες είναι οι πόρτες από τις οποίες μπαίνει ο θάνατος)- δεν θα σε προδίδει, θα γίνει  σύμμαχός σου και θα μπορείς να περιφέρεις περήφανη το σώμα σου γυμνό, ώστε κάποιο αντρικό βλέμμα να αξιωθεί και να σταθεί πάνω του και να του δώσει  χάδι, τρυφερότητα, αγάπη. Ποιος δίνει χάδι σήμερα σ’ ένα πλαδαρό κορμί; Η πλαδαρότητα του πνεύματος δεν ενοχλεί, η πλαδαρότητα του σώματος όμως απωθεί, το σώμα πρέπει να είναι σφριγηλό, σφριγηλότατο, αλλιώς εξορίζεται από το βασίλειο των αισθήσεων. Οι σύγχρονοι πρίγκιπες είναι πολύ απαιτητικοί σ’ αυτά τα θέματα, ανένδοτοι.

 

  Η Αλίκη σήκωνε υποτακτικά όλα τα βάρη, έκανε όλες τις επικύψεις και τα Push ups. Οπαδός του body control αλλά και του mind control. Στο μπιτ της μουσικής υπάκουα κωπηλατούσε, έσκυβε, γονάτιζε, έστριβε, έσφιγγε, ξέσφιγγε, ούτε μια άσκηση δεν παρέκαμπτε. Υπάκουα αντέγραφε τις κινήσεις του Trainer της Πάρη, που δεν ήταν εκεί για να κλέψει την καρδιά της, αλλά για να την προπονήσει, να την κάνει ομορφότερη. Οι μύες να σωφρονιστούν, τα ψωμάκια να υποταχτούν, οι γοφοί να συντονιστούν, οι κοιλιακοί να ενταχτούν στην ευθεία και όχι να προεξέχουν περιπαιχτικά, διαδηλώνοντας την τάση τους για πλαδαρότητα, να χαλιναρωθεί η βουβωνική χώρα και να καταπατηθεί η τρυφηλότητα που στις μέρες μας είναι εξ ορισμού το απεχθέστερο γυναικείο αμάρτημα.

  Αμάρτημα, από κάποιο αμάρτημα ήθελαν όλες αυτές οι γυναίκες να απαλλαγούν και τρέχουν έτσι ακαταπόνητα. Επιτόπιες δρομείς, όλες τους, σαν άμυαλες αυτόχειρες τρέχουν! Πριν λίγες μέρες καθώς κατέβαινε τη Φορμίωνος οδηγώντας, φρέναρε απότομα γιατί νόμισε πως μια απ’ αυτές ήταν έτοιμη να εκτιναχθεί απ’ την τζαμαρία του γυμναστηρίου πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου της. Καημένες, όλος ο αγώνας τους εκτεθειμένος στα μάτια των περαστικών. Στο δικό της γυμναστήριο οι διάδρομοι κοιτούν τα σύννεφα και η Αλίκη το έχει αναγάγει σε υπερβατική εμπειρία. Υπήρξαν φορές που τρέχοντας ακαταπόνητη, νόμιζε πως έκανε προπόνηση σε αεροδιάδρομο και πως θα απογειωνόταν στους ουρανούς, ιπτάμενη και τζεντλγούμαν, θα πετούσε ψηλά και θα χαιρετούσε τους πάντες ακόμα και τον αποστάτη: Τα κατάφερε. Εξαϋλώθηκε. Με το εκτεταμένο της τροχάδην, με το συσπειρωμένο της βάδην, υπόταξε το σώμα και τις επιπλοκές του.   

  Κάποτε η Αλίκη θεωρούσε το μοβ χρώμα αισθησιακό, τώρα, έτσι όπως απλώνεται στους τοίχους του σωφρονιστηρίου, το συνδέει συνειρμικά με τα βασανιστήρια. Βασανιστήρια, έτσι δεν έκαναν κάποτε; αυτή δεν ήταν η τακτική; Αύξαναν βαθμιαία τον πόνο για να μην τον συνηθίζουν οι τιμωρημένοι. Όλο και περισσότερα βάρη, όλο και περισσότερες επικύψεις, αν δεν πονάς δεν αποδίδεις στο σώμα σου αυτό που του αξίζει, την τιμωρία που του αξίζει, γιατί υπήρξε τεμπέλικο, νωθρό, λαίμαργο, νωχελικό. Διακόσιοι κοιλιακοί, τριακόσιοι κολιακοί για να επανέρθει στη θέση του, για να μπορέσει το βράδυ να γδυθεί αγέρωχο μπροστά στον αποστάτη, τον τιμωρό που το αγάπησε και το παράτησε για άγνωστους σε κείνη λόγους. 

 Το σώμα της Αλίκης τώρα γυμνό αναπαύεται στην αγκαλιά του. 

  «Έχεις φτιάξει» της είπε κοιτάζοντας επιδοκιμαστικά, την καμπύλη της μέσης, όπου οι διακόσιοι ημερήσιοι κοιλιακοί διέγραφαν μια φιδωτή γραμμή.

  Γέλασε. Το «έχεις φτιάξει» ισοδυναμούσε με το σε δέχομαι, σε θέλω, ο αγώνας σου έχει δικαιωθεί. 

Κάποτε το θέμα ήταν να φτιαχτούν ή να φτιάξουν. Να φτιαχτούν με ουσίες, σεξ, λόγια, ποτά, υποσχέσεις ή να φτιάξουν σχέση, σπίτι,  κατάσταση, κάτι. Τώρα το θέμα είναι να φτιάξει η σάρκα τους, να γίνει  προκλητικό έδεσμα, ακαταμάχητο δόλωμα για τους άλλους.

  Γέλασε ξανά. «Φτιαγμένη ήμουν πάντα, εσύ δεν το πρόσεξες!»,

   «Ε βέβαια, εσύ ήσουν πάντα όμορφη από φυσικού σου», συμφώνησε ο αποστάτης.  

  Η Αλίκη δεν απαντάει. Δεν  μιλάει, έχει μάθει πλέον με τα χρόνια, γιατί πρόκειται για μια ώριμη πια γυναίκα και όχι κοριτσάκι, πως ό,τι και να πει θα παρεξηγηθεί, ό,τι και να πει, εκτός ίσως από τα βογκητά, τις ιαχές του οργασμού της, αυτά ναι, ήταν πάντα αποδεκτά και εύληπτα, εκείνος αμέσως ανταποκρινόταν, και επικροτούσε.

  Τα «αχ» της τα σιγοντάριζε με τα δικά του «αχ»

  Τα «ναι» της τα ενίσχυε με τα δικά του «ναι»

  Στα «μμμμ» αποκρινόταν με τους δικούς του απροκάλυπτα, διεγερτικούς ήχους. Όλα τα επιφωνήματα έβρισκαν την απάντησή τους.

Τα «Ααααα», τα «Οοοοο», τα «ωχ ωχ ωχ» και οι συνδυασμοί τους, όλες οι αιμοβόρες λέξεις, οι πρόστυχες εκφράσεις ήταν καλοδεχούμενα. Αν τα άκουγε η Αλίκη με σώας τα φρένας και όχι έτσι ξέφρενη, θα τα θεωρούσε τουλάχιστον γελοία. 

  Απόψε όμως με τη γεύση, την αφή, και το σώμα συνεργό, ό,τι και να της έλεγε τη συνέπαιρνε, ό,τι και να της έκανε ακόμα και να την πονούσε το δεχόταν, όπως δεχόταν τον πόνο στο σωφρονιστήριο όπου ο προπονητής της ούρλιαζε εκείνα τα ακατάληπτα και ρυθμικά συνθήματα και η Αλίκη υπακούει και λυγίζει, γονατίζει και σκύβει και τρώει χώμα ...

 

  «Μάλιστα», κατέληξε μέσα της, «η ακαταληψία απαραίτητη προϋπόθεση κάθε σωματικής πράξης, αν σταματήσεις να σκεφτείς ούτε θα γυμναστείς, ούτε θα γαμηθείς. Και το σώμα θα παραμείνει αχρησιμοποίητο. Για να μιλήσει το σώμα, πρέπει να πάψει το στόμα, έστω κι αν χρειαστεί να το μπουκώσουν».

 «Α έφερες το παγωτό;» του είπε στρέφοντας το κεφάλι της προς τα πάνω, κοιτάζοντας τον στα μάτια που είχαν κι αυτά παραλύσει από την μετασεξουαλική νωθρότητα, καθώς της έχωνε το κουτάλι στην στοματική της κοιλότητα. Το παγωτό έλειωνε αργά και πριν το καταπιεί το περιέφερε για λίγο μέχρι να αλλάξει σχήμα από στερεό σε ρευστό.

 «Το παγωτό είναι από γάλα» κι αυτή η σκέψη την ανακούφισε. Η ίδια είναι αυτή που είναι, ας μην ξέρει ποια, ας μην το μάθει ποτέ, πάντως αυτό που είναι την κράτησε μέχρι σήμερα. Και κάτι θα ξέρει το σύστημά της για να τον δέχεται, κάτι θα ξέρει το σώμα, κάτι που εκείνη δεν είναι σε θέση να αποκωδικοποιήσει, μπορεί να είναι κύματα, μπορεί μαγνητισμός, -ζωώδης ή ανθρώπινος- μπορεί ακόμα κάποια απενεργοποιημένη ενέργεια να επιδρά, κάτι που ούτε κατανοούσε και τώρα πια ούτε και υπολόγιζε – «ας γίνει λοιπόν αυτό που είναι να γίνει», ξεφύσησε κι αφήνοντας τη σωτηρία της για αύριο έγειρε ξανά στην αγκαλιά του.

 

  Την έσφιξε πάνω του «είναι σαν να μη χωρίσαμε ποτέ...»της είπε καθώς συνέχισε να την ταίζει κι εκείνη αιωρούμενη πάνω από τη μάχη σώματος πνεύματος, περιέφερε το παγωτό στα εσωτερικά της τοιχώματα.

«Ούτε η γεύση αποκρυπτογραφείται», αποφάνθηκε τη στιγμή που έλειωσε επιτέλους και ο πάγος πάνω στην καυτή της γλώσσα και χαμογελώντας τον κοίταξε επίμονα και του είπε: «Ξέρεις, νομίζω πως δεν σταμάτησα ποτέ να σ’ αγαπώ!».